-
1 κατα-φυγή
κατα-φυγή, ἡ, Zuflucht, Zufluchtsort; ἔχει γὰρ καταφυγὴν ϑὴρ μὲν πέτραν Eur. Suppl. 267; οὗτος ἦν μοι καταφυγὴ σωτηρίας Or. 722; καταφυγὰς ποιεῖσϑαι, = καταφυγεῖν, εἴς τινα, 566, wie Antiph. 1, 4; καταφυγὴν εἶναι εἰς ϑεούς Plat. Legg. III, 699 b; Xen. Hell. 2, 4, 8; ἀσφαλεστάτη Isocr. 4, 41. – Ausflucht, Dem. 54, 21.
-
2 καταφυγή
κατα-φῠγή, ἡ,A place of refuge, Hdt.7.46;ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς E.Supp. 267
; κ. σωτηρίας a safe retreat, Id.Or. 724;μηδεμίαν ἔχειν κ. Isoc.14.55
;μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους Arist.EN 1155a12
;κύριος κ. μου LXX Ex.17.15
;ἐπί τινα κ. πεποιῆσθαι Sammelb.4638.29
(ii B.C.), etc.2 c. gen. obj., κ. κακῶν refuge from.., E.Or. 448 (pl.);τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων κ. εἶναι τοὺς βωμούς Th.4.98
;κ. ποιεῖσθαι εἰς τέκνα E.Or. 567
(pl.), cf. Antipho 1.4;ηὕρισκον κ. αὑτοῖς εἰς θεούς Pl.Lg. 699b
, etc.;ἡ εἰς τοὺς νόμους κ. Hyp.Eux.10
;ἐμοὶ πόλις ἐστὶ καὶ κ. καὶ νόμος ὁ δεσπότης Men. 581
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφυγή
См. также в других словарях:
ASYLUM — templum a Romulo aedificatum. Graece Α῎συλον, habet affinitatem cum Ebraeo Gap desc: Hebrew quod est nemus. Et silvas interdum fuisse Asylum, vel fidem fecerit hoc Maronis Virg. Aen. l. 8. v. 342. Hinc lucum ingentem, quem Romulus acer Asylum… … Hofmann J. Lexicon universale